calibration | |
comp., MS | μικρορύθμιση |
environ. | βαθμονόμηση |
math. | βαθμονόμησης |
med. | βαθμονόμηση |
stat. environ. | βαθμονόμηση προτύπου |
tech. | βαθμολόγηση; διαβάθμιση; διαβάθμισις; καλιμπράρισμα |
error | |
comp., MS | σφάλμα |
IT | σφάλμα |
IT met. | ανθρώπινο λάθος; ανθρώπινο σφάλμα |
law | λάθος; πλάνη' σφάλμα |
law econ. | τυπικό σφάλμα |
math. | λάθος ή σφάλμα |
α-error | |
math. | σφάλμα απόρριψης; σφάλμα άλφα; σφάλμα α |
| |||
μέτρηση για βαθμονόμηση | |||
μικρορύθμιση (The process of establishing predictable behavior in a device) | |||
βαθμονόμηση διακρίβωση | |||
βαθμονόμησης m | |||
βαθμονόμηση | |||
βαθμονόμηση προτύπου | |||
βαθμολόγηση; διαβάθμιση; διαβάθμισις; καλιμπράρισμα | |||
διακρίβωση; ρύθμιση | |||
| |||
βαθμονόμηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
calbr | |||
The set of operations which establish the relationship under specified conditions between the quantities measured and corresponding values of the output of the device | |||
cab; cal; clbr |
calibration : 117 phrases in 22 subjects |