button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
hook | |
agric. mech.eng. | κοτσαδώρος |
commun. | γάντζος; κρεμαστάρι |
fish.farm. | αγκίστρι αλιείας |
industr. construct. | άγγιστρο; τσαγανός; γάντζος σύνδεσης ταινιών κίνησης |
industr. construct. met. | κρεμάστρα τσιμπουκιού; κρεμάστρα φουσκαδόρων |
med. | άγκιστρο |
| |||
πλήκτρο n (A movable piece on a device that is pressed to activate some function); κουμπί n (A movable piece on a device that is pressed to activate some function) | |||
κεφαλή πλήκτρου επαφής | |||
κλειδί n; λαβή f; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο n | |||
αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους | |||
διακόπτης μίζας; κομβίο εκκινητή | |||
χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο n; υποστήριγμα n; πηνίο ραφής; φυμάτιο n; οζίδιο n; διόγκωση f | |||
κουμπί n | |||
| |||
πεγιότ n | |||
| |||
κόμπιασμα; κούμπωμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
btn; btt (greyhead) | |||
| |||
B |
button : 272 phrases in 28 subjects |