Business | |
comp., MS | Εργασία |
business | |
environ. | επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος | |||
εργαλεία | |||
| |||
επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος | |||
| |||
Εργασία (A field that contains a contact's business phone number) | |||
English thesaurus | |||
| |||
bus. (Vosoni) | |||
biz | |||
bizzo ("mind your own bizzo") | |||
bidness (railwayman) |
business : 628 phrases in 39 subjects |