bulk abbr. | |
agric. | έρμα |
chem. | προϊόντα χύμα |
commun. | πλάτη; ράχη; χιλιοστό |
el. | εσωτερική μάζα; εσωτερικό |
health. | δύσπεπτες ουσίες |
industr. construct. chem. | διόγκωση; όγκος |
sampling abbr. | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
έρμα f | |||
προϊόντα χύμα | |||
πλάτη; ράχη; χιλιοστό m | |||
εσωτερική μάζα; εσωτερικό m | |||
δύσπεπτες ουσίες | |||
διόγκωση; όγκος m | |||
| |||
μόνιμη διόγκωση | |||
διόγκωσις | |||
ομαδοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
in bulk | |||
blk | |||
| |||
bulk cargo | |||
| |||
B |
bulk : 313 phrases in 33 subjects |