build-in | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
stabiliser | |
chem. | σταθεροποιητής; σταθεροποιητική ουσία; στερεοποιητής |
mech.eng. | κάτω ψαλίδι μπροστινού άξονα |
transp. nautic. fish.farm. | σύστημα απόσβεσης διατοιχισμού; αντιδιατοιχιστική εγκατάσταση |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |