build-in | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
redundancy | |
gen. | πλεονασμός; πλεοναστικότητα |
econ. | απόλυση για οικονομικούς λόγους |
el. | εφεδρεία |
empl. | απόλυση |
IT tech. | πλεονασμός |
med. | εκφυλιστικότητα; επαναληπτικότητα |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |