build-in | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
obsolescence | |
gen. | υποβάθμιση |
account. | απαρχαίωση |
econ. market. | αχρήστευση; αχρηστία,αχρήστευσις |
fin. | απαξίωση οικονομική |
market. | απαξίωση λόγω παλαίωσης; τεχνολογική απαξίωση |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |