build-in | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
modem | |
commun. IT | διαμορφωτής/αποδιαμορφωτής; μόντεμ; διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής' διαποδιαμορφωτής' μόντεμ |
comp., MS | μόντεμ |
econ. | διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |