build-in | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
command | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |