build-in abbr. | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
check abbr. | |
agric. construct. | λεκάνη κατάκλυσης |
fin. | προβαίνω σε ελέγχους |
industr. | ρυθμιστής στάθμης |
industr. construct. | ρωγμή |
industr. construct. met. | διαμάντωμα; καλτσίνα; ράγισμα; ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου; επιφανειακή ρωγμή |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |