build-in | |
construct. | πακτώνω; στερεώνω |
administrator | |
gen. | διοικητικός υπάλληλος,διοικητικό στέλεχος |
comp., MS | Διαχειριστής |
econ. | διοικητικός υπάλληλος |
environ. | διαχειριστής |
gov. | υπάλληλος διοικήσεως |
| |||
πακτώνω; στερεώνω | |||
| |||
ενσωματωμένος; προσδιορισμένος εκ των προτέρων |
built-in : 67 phrases in 26 subjects |