buffering | |
commun. | περιοριοθέτηση |
IT | Προκαταχώρηση |
IT el. | προσωρινή αποθήκευση |
life.sc. chem. | ρυθμιστική ενέργεια |
memory | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
| |||
περιοριοθέτηση | |||
Προκαταχώρηση | |||
προσωρινή αποθήκευση | |||
ρυθμιστική ενέργεια | |||
παρασκευή ενός ρυθμιστικού διαλύματος |
buffering : 15 phrases in 7 subjects |
Chemistry | 1 |
Communications | 1 |
Electronics | 1 |
General | 1 |
Information technology | 7 |
Medical | 2 |
Microsoft | 2 |