buffer spring | |
mech.eng. | ελατήριο κρούσης; ελατήριο προέντασης ερπύστριας |
case | |
gen. | σε περίπτωση; παράδειγμα; πτώση |
agric. industr. | βρέξιμο; εμβάπτιση |
comp., MS | υπόθεση |
el. | εξωτερική μόνωση; πολλαπλό κιβώτιο |
mun.plan. | κιβωτίδιο για λουκέτο; περικάλυμμα λουκέτου |
| |||
ελατήριο κρούσης; ελατήριο προέντασης ερπύστριας |
buffer spring : 9 phrases in 3 subjects |
Mechanic engineering | 4 |
Metallurgy | 1 |
Transport | 4 |