broken back | |
commun. | σπασμένη ράχη |
construct. | δίεδρος με μίαν έδραν κατακόρυφον και την άλλην επικλινή |
transition | |
comp., MS | εναλλαγή |
el. | μεταβατική ζεύξη |
h.rghts.act. med. psychol. | επαναπροσδιορισμός φύλου |
mech.eng. | μετάβασις |
med. | μετάβαση; μετάπτωση |
| |||
σπασμένη ράχη | |||
δίεδρος με μίαν έδραν κατακόρυφον και την άλλην επικλινή | |||
ρηγμάτωση εφελκυσμού |
broken-back : 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |