broadside abbr. | |
commun. | φύλλο μιας όψης |
el. | εγκάρσιος |
array abbr. | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
φύλλο μιας όψης | |||
εγκάρσιος | |||
φύλλο χάρτου τυπωμένο μόνο από τη μια πλευρά |
broadside : 18 phrases in 2 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 14 |