breadboard | |
el. | πειραματική συναρμολόγηση κυκλώματος; Πρωτότυπη κάρτα; πειραματική διάταξη |
socket | |
chem. | προσαρμοσμένος δακτύλιος |
commun. | υποδοχή πρίζας; υποδοχή βύσματος |
life.sc. coal. | υποδοχή στερέωσης |
mech.eng. | τροχίσκος; υποδοχή; υποδοχή τρυπανιού; βάση; υποστήριγμα; κοίλωμα |
| |||
πειραματική συναρμολόγηση κυκλώματος; Πρωτότυπη κάρτα; πειραματική διάταξη | |||
συναρμολόγηση στον πάγκο | |||
English thesaurus | |||
| |||
development board (ssn); prototyping board (ssn) |
breadboard : 9 phrases in 4 subjects |
Cultural studies | 1 |
Electronics | 5 |
Materials science | 1 |
Transport | 2 |