bracket abbr. | |
coal. | βραχίονας |
construct. | πρόβολος; φουρούσι; πλάκα εδράσεως |
fish.farm. | μπράτσο; ορθοστάτης |
industr. construct. | κονσόλα |
mech.eng. | οδηγός; πέλμα οδήγησης |
transp. | προσάρτημα στήριξης |
operator abbr. | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
μπρακέτοκν. m; μπρατσόλικν. | |||
βραχίονας f | |||
αγκύλη (A chained set of Request/Response units (RUs) and their responses, which together make up a transaction between two Logical units (LUs). One bracket must be finished before another can be started) | |||
πρόβολος m; φουρούσι; πλάκα εδράσεως | |||
κλίμακα εισοδήματος | |||
μπράτσο m; ορθοστάτης m | |||
υποστήριγμα f | |||
κονσόλα f | |||
οδηγός; πέλμα οδήγησης; βραχίων f; βραχίων διάμεσου οδοντοτροχού; οδηγός βραχίων; στήριγμα της τράπεζας; αντιρίδα f; πλάκα υποστήριξης; συγκρατητής | |||
προσάρτημα στήριξης | |||
μικρό υποστήριγμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
bkt | |||
| |||
bkts | |||
| |||
B |
bracket : 143 phrases in 25 subjects |