bracket | |
coal. | βραχίονας |
construct. | πρόβολος; φουρούσι; πλάκα εδράσεως |
fish.farm. | μπράτσο; ορθοστάτης |
industr. construct. | κονσόλα |
mech.eng. | οδηγός; πέλμα οδήγησης |
transp. | προσάρτημα στήριξης |
expression | |
commun. | "expression" |
comp., MS | παράσταση |
earth.sc. | έκθλιψις; εκπίεσις |
industr. construct. | υδατική συγκράτηση |
IT | παράσταση |
mater.sc. | έκφραση |
| |||
μπρακέτοκν. n; μπρατσόλικν. n | |||
βραχίονας m | |||
αγκύλη f (A chained set of Request/Response units (RUs) and their responses, which together make up a transaction between two Logical units (LUs). One bracket must be finished before another can be started) | |||
πρόβολος m; φουρούσι n; πλάκα εδράσεως | |||
κλίμακα εισοδήματος | |||
μπράτσο n; ορθοστάτης m | |||
υποστήριγμα n | |||
κονσόλα f | |||
οδηγός m; πέλμα οδήγησης; βραχίων m; βραχίων διάμεσου οδοντοτροχού; οδηγός βραχίων; στήριγμα της τράπεζας; αντιρίδα f; πλάκα υποστήριξης; συγκρατητής | |||
προσάρτημα στήριξης | |||
μικρό υποστήριγμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
bkt | |||
| |||
bkts | |||
| |||
B |
bracket : 144 phrases in 25 subjects |