both | |
gen. | αμφότερα; αμφότερες; επίσης; αμφότεροι |
way | |
gen. | τρόπος; δρόμος |
environ. | διαδρομή/οδός/κατεύθυνση/διάβαση/τρόπος/δρόμος |
mech.eng. | κυλισιοδηγός; οδηγόδρομος; ολισθητήρας; ολισθοδηγός; ολοσθόδρομος |
transp. | διεύθυνση; οδός |
| |||
αμφότερα; αμφότερες; επίσης; αμφότεροι | |||
English thesaurus | |||
| |||
both door closed | |||
bombing over the horizon |
both : 69 phrases in 22 subjects |