both abbr. | |
gen. | αμφότερα; αμφότερες; επίσης; αμφότεροι |
threading abbr. | |
commun. | πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας |
| |||
αμφότερα; αμφότερες; επίσης; αμφότεροι | |||
English thesaurus | |||
| |||
both door closed | |||
bombing over the horizon |
both : 69 phrases in 22 subjects |