bootstrap | |
IT | αυτοδιατηρούμενη λειτουργία; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα; φορτωτής εκκινητήρα; εκκινητήρας |
mater.sc. | αυτοσυντηρούμενο σύστημα; σύστημα με αυτοτροφοδότηση |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
αυτοδιατηρούμενη λειτουργία; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα; φορτωτής εκκινητήρα; εκκινητήρας | |||
αυτοσυντηρούμενο σύστημα; σύστημα με αυτοτροφοδότηση | |||
αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
self-fund (Smartie) |
bootstrap : 3 phrases in 1 subject |
Mathematics | 3 |