bootstrap abbr. | |
IT | αυτοδιατηρούμενη λειτουργία; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα; φορτωτής εκκινητήρα; εκκινητήρας |
mater.sc. | αυτοσυντηρούμενο σύστημα; σύστημα με αυτοτροφοδότηση |
-protocol abbr. | |
commun. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο; πρωτόκολλο Ν; πρωτόκολλο |
Protocol abbr. | |
econ. | πρωτόκολλο |
protocol abbr. | |
environ. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο Ν |
| |||
αυτοδιατηρούμενη λειτουργία; πρόγραμμα φόρτωσης εκκινητήρα; φορτωτής εκκινητήρα; εκκινητήρας | |||
αυτοσυντηρούμενο σύστημα; σύστημα με αυτοτροφοδότηση | |||
αρχικό πρόγραμμα εκκίνησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
self-fund (Smartie) |
bootstrap : 3 phrases in 1 subject |
Mathematics | 3 |