bodies | |
industr. construct. | οργανισμοί, άρθρο 185 ΔΚ; σώματα |
body | |
agric. chem. | όλο γεύση |
chem. | πηλός,μάζα; ζύμη; συνεκτικότητα |
comp., MS | σώμα |
fish.farm. | Kύριο τμήμα; κύριο σώμα |
industr. construct. | σκελετός |
segment | |
agric. mech.eng. | τύμπανο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; στοιχείο κυλίνδρου |
IT | εικονοτμήμα; τομέας |
life.sc. tech. | στοιχείον ή τμήμα διατομής |
med. | τμήμα; τεμάχιο; χωρίζω σε τμήματα χώρισα; τέμνω έτμησα |
| |||
πτώμα | |||
πλούσιος m | |||
όλο γεύση | |||
σώμα αρότρου | |||
πηλός,μάζα m; ζύμη m; συνεκτικότητα; ικανότητα κάλυψης ανωμαλιών | |||
σώμα μηνύματος | |||
σώμα f (In e-mail and Internet newsgroups, the content of a message. The body of a message follows the header, which contains information about the sender, origin, and destination of the message) | |||
Kύριο τμήμα; κύριο σώμα; τσέπη | |||
σκελετός | |||
κορμός m | |||
κοπτική περιοχή τρυπανιού; ακοχλιοτόμητο μέρος; ελεύθερο μέρος; καρότσα | |||
σώμα f; κορμί n | |||
αμάξωμα f; αμάξωμα οχημάτων; κιβώτιο οχημάτων | |||
| |||
οργανισμοί, άρθρο 185 ΔΚ; σώματα | |||
| |||
πάχυνση | |||
English thesaurus | |||
| |||
bod (женское тело • just showing her killer bod Val_Ships) |
body : 1182 phrases in 54 subjects |