bladder | |
industr. construct. | κύστις; φουσκάλα; φυσαλίδα αέρα; πτυσσόμενη μεμβράνη |
med. | κύστη; ουροδόχος κύστη |
BaSe | |
industr. construct. chem. | Σεληνιούχο βάριο |
base | |
gen. | βασίζω |
chem. | φλάντζα βάσης |
commun. | λυχνολαβή; λυχνιολαβή |
environ. tech. | πλατφόρμα για μετρήσεις δονήσεων |
industr. construct. chem. | Bάση μηχανής |
industr. construct. met. | βάση αντικειμένου |
mech.eng. | βάθρο; υπόβαθρο |
| |||
κύστις f; φουσκάλα f; φυσαλίδα αέρα; πτυσσόμενη μεμβράνη | |||
κύστη f; ουροδόχος κύστη (vesica urinaria) | |||
ασκός m; διάφραγμα υδραυλικού συσσωρευτή |
bladder : 213 phrases in 14 subjects |