biological | |
gen. | βιολογική; βιολογικό |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
βιολογική; βιολογικό | |||
βιολογικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
bio | |||
biol | |||
| |||
B |
biological : 377 phrases in 30 subjects |