beefing performance | |
agric. | κρεατοπαραγωγική ικανότητα |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
κρεατοπαραγωγική ικανότητα |
beefing performance : 1 phrase in 1 subject |
Statistics | 1 |