batch thresher abbr. | |
agric. | αλωνιστική μηχανή για αγροτεμάχια-μάρτυρες |
for abbr. | |
gen. | για |
sampling abbr. | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
αλωνιστική μηχανή για αγροτεμάχια-μάρτυρες |
batch thresher : 2 phrases in 1 subject |
Agriculture | 2 |