basic instrument | |
gen. | βασική πράξη |
flight | |
construct. | κλιμακτήρας σκάλας; σειρά σκαλοπατιών |
mech.eng. | αποξεστήρας; ξέστρο; ξύστρα |
trainer | |
gen. | εκπαιδευτής; προπονητής |
hobby | προπονητής αθλητών; εκπαιδευτής αθλητών |
| |||
βασική πράξη |
basic instrument : 5 phrases in 2 subjects |
Finances | 1 |
Transport | 4 |