basic access abbr. | |
gen. | βασική πρόσβαση,βασική προσπέλαση; βασική πρόσβαση στο ISDN |
method abbr. | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
βασική πρόσβαση,βασική προσπέλαση; βασική πρόσβαση στο ISDN | |||
πρόσβαση βασικού ρυθμού; βασική πρόσβαση; βασική προσπέλαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
BA |
basic access : 21 phrases in 4 subjects |
Communications | 8 |
Electronics | 1 |
General | 6 |
Information technology | 6 |