basic SGML | |
commun. | βασική Πρότυπη Γλώσσα Γενικευμένης Σήμανσης; βασική SGML |
Document | |
gen. | Τεκμηριώνω |
Documents | |
comp., MS | Έγγραφα |
document | |
commun. | ντοκουμέντο' τεκμήριο' έγγραφο |
comp., MS | έγγραφο |
econ. | τεκμήριο |
environ. | τίτλος; τίτλος |
IT dat.proc. | έγγραφο; δομημένη περίπτωση εγγράφου |
law | δικόγραφο |
| |||
βασική Πρότυπη Γλώσσα Γενικευμένης Σήμανσης; βασική SGML |
basic SGML : 2 phrases in 1 subject |
Information technology | 2 |