balancing | |
agric. | ζυγοστάθμιση |
environ. | ισορρόπηση; ισο- στάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση |
IT dat.proc. | έλεγχος ισοζύγισης |
load | |
agric. industr. construct. | φορτίον ξηράνσεως |
agric. tech. | φορτίον |
commun. IT | πυκνότητα κίνησης |
econ. | φόρτωση |
el. | φορτίο πομπού; ηλεκτρικό φορτίο |
fin. | προμήθεια αγοράς μεριδίου |
industr. construct. met. | ρυθμός τήξεως του γυαλιού |
IT el. | φορτώνω |
life.sc. construct. | ολικόν φορτίον |
| |||
ζυγοστάθμιση | |||
εξισορρόπηση; ισο-ζυγοστάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση | |||
έλεγχος ισοζύγισης | |||
εξισορρόπηση; μεταφορά στη θέση ισορροπίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
bal |
balancing : 154 phrases in 26 subjects |