balancing | |
agric. | ζυγοστάθμιση |
environ. | ισορρόπηση; ισο- στάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση |
IT dat.proc. | έλεγχος ισοζύγισης |
bit | |
gen. | λίγο |
industr. construct. | χαλινάρι |
IT | μπιτ; δυαδικό ψηφίο' δύφιο' μπιτ |
IT tech. | σάνον; δυαδικό ψηφίο |
math. | δυφίο |
mech.eng. | κινητό δόντι δισκοπρίονος |
met. | συγκολλητική ακίδα |
transp. | κοπτικό διάτρησης |
| |||
ζυγοστάθμιση | |||
εξισορρόπηση; ισο-ζυγοστάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση | |||
έλεγχος ισοζύγισης | |||
εξισορρόπηση; μεταφορά στη θέση ισορροπίας | |||
English thesaurus | |||
| |||
bal |
balancing : 154 phrases in 26 subjects |