balanced abbr. | |
gen. | ισορροπημένη; ισορροπημένο |
agric. | ισορροπημένος |
fin. | εξισορροπημένος |
balancing abbr. | |
agric. | ζυγοστάθμιση |
environ. | ισορρόπηση; ισο- στάθμιση; ισοζύγιση |
IT dat.proc. | έλεγχος ισοζύγισης |
computing abbr. | |
econ. IT | υπολογισμός |
| |||
ζυγοστάθμιση | |||
εξισορρόπηση; ισο-ζυγοστάθμιση; ισοζύγιση; ισοσκέλιση | |||
έλεγχος ισοζύγισης | |||
εξισορρόπηση; μεταφορά στη θέση ισορροπίας | |||
| |||
ισορροπημένη; ισορροπημένο | |||
ισορροπημένος | |||
εξισορροπημένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
bal |
balanced : 323 phrases in 34 subjects |