bail-in | |
fin. | διάσωση με ίδια μέσα; συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
nat.sc. earth.sc. mech.eng. | εργαλείο |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
διάσωση με ίδια μέσα; συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα |
bail-in : 3 phrases in 1 subject |
Finances | 3 |