automatic trunk | |
commun. | αυτόματο ζευκτικό κύκλωμα |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
-subsystem | |
commun. IT | υποσύστημα |
subsystem | |
comp., MS | υποσύστημα |
law IT gen. | υποσύστημα |
| |||
αυτόματο ζευκτικό κύκλωμα |