automatic switch | |
el. | αυτόματος διακόπτης |
automatic switching | |
el. | αυτόματη διακοπή |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
αυτόματη διακοπή | |||
αυτόματες αλλαγές | |||
| |||
αυτόματος διακόπτης |