automatic data processing abbr. | |
health. | αυτόματη επεξεργασία δεδομένων; αυτόματη επεξεργασία πληροφοριών |
machine abbr. | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining abbr. | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |