automatic control | |
commun. | αυτόματος χειρισμός των οργάνων γραμμής |
el. | αυτόματη ρύθμιση; αυτόματος χειρισμός |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
αυτόματος χειρισμός των οργάνων γραμμής | |||
αυτόματη ρύθμιση; αυτόματος χειρισμός | |||
αυτόματος έλεγχος |