automatic control | |
commun. | αυτόματος χειρισμός των οργάνων γραμμής |
el. | αυτόματη ρύθμιση; αυτόματος χειρισμός |
in | |
gen. | μέσα; σε |
mineral | |
gen. | ορυκτό |
environ. | ορυκτό/μετάλλευμα; μετάλλευμα |
med. | μεταλλικός; ανόργανος |
process | |
mech.eng. | κατασκευάζω |
processing | |
agric. | τήξη |
coal. chem. el. | εμπλουτισμός; κατεργασία |
environ. | μεταποίηση |
forestr. | διαμόρφωσις |
industr. | μεταποίηση |
industr. construct. | διενέργεια κατεργασίας |
IT | επεξεργασία |
| |||
αυτόματος χειρισμός των οργάνων γραμμής | |||
αυτόματη ρύθμιση; αυτόματος χειρισμός | |||
αυτόματος έλεγχος |