automatic control abbr. | |
commun. | αυτόματος χειρισμός των οργάνων γραμμής |
el. | αυτόματη ρύθμιση; αυτόματος χειρισμός |
engineering abbr. | |
gen. | μηχανολογία; εργασίες μηχανικής; μηχανοτεχνία |
environ. | μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός; σχεδιασμός |
IT | μηχανίκευση |
| |||
αυτόματος χειρισμός των οργάνων γραμμής | |||
αυτόματη ρύθμιση; αυτόματος χειρισμός | |||
αυτόματος έλεγχος |
automatic : 30 phrases in 7 subjects |
Communications | 9 |
Electronics | 12 |
General | 1 |
Information technology | 5 |
Mechanic engineering | 1 |
Medical | 1 |
Technology | 1 |