automate | |
IT | αυτοματοποιώ |
teller | |
polit. | ψηφολέκτης |
machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
| |||
αυτοματοποιώ |
automated : 115 phrases in 15 subjects |