autocovariance | |
stat. | αυτοσυνδιακύμανση |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
αυτοσυνδιακύμανση | |||
αυτοσυνδιασπορά f |
autocovariance : 4 phrases in 2 subjects |
Mathematics | 2 |
Statistics | 2 |