autocorrelation | |
math. | αυτοσυσχέτιση; σειριακή συσχέτιση |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
αυτοσυσχέτιση f; σειριακή συσχέτιση |
autocorrelation : 6 phrases in 3 subjects |
Electronics | 1 |
Scientific | 1 |
Statistics | 4 |