authorisation | |
chem. | αδειοδότηση |
environ. | εξουσιοδότηση/άδεια/έγκριση; έγκριση |
fin. | άδεια λειτουργίας |
fin. econ. account. | έγκριση |
law | εξουσιοδότηση |
tech. | άδεια |
transp. avia. | εγκρίσεις |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
αδειοδότηση f | |||
εξουσιοδότηση/άδεια/έγκριση f | |||
άδεια λειτουργίας | |||
έγκριση f | |||
εξουσιοδότηση f | |||
άδεια f | |||
εγκρίσεις f | |||
| |||
έγκριση f | |||
| |||
άδεια f |
authorisation : 151 phrases in 22 subjects |