authentication key | |
fin. IT | κλείδα επαληθεύσεως; κλειδάριθμος επαληθεύσεως |
identifier | |
commun. | ταυτότητα; αναγνωριστική μονάδα |
commun. IT | αναγνωριστικό ' αναγνωριστής |
comp., MS | αναγνωριστικό |
IT | αναγνωριστικό; κλειδί; αναγνωριστής |
work.fl. | ταυτιστής |
work.fl. gen. | προσδιορισμός; προσδιοριστής |
| |||
κλείδα επαληθεύσεως; κλειδάριθμος επαληθεύσεως |
authentication key : 6 phrases in 3 subjects |
Communications | 1 |
Finances | 3 |
Information technology | 2 |