authenticate | |
commun. IT | πιστοποιώ την ταυτότητα |
instruction | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
| |||
πιστοποιώ την ταυτότητα | |||
επικυρώ έγγραφο; θεωρώ έγγραφο; εξακριβώνω τη γνησιότητα; επικυρώνω τη γνησιότητα | |||
English thesaurus | |||
| |||
establish that something is genuine or valid; verify as authentic |
authenticated : 15 phrases in 6 subjects |
Finances | 1 |
Immigration and citizenship | 1 |
Law | 7 |
Medical | 1 |
Microsoft | 4 |
Politics | 1 |