asynchronous time division | |
IT | ασύγχρονη διαίρεση χρόνου; ασύγχρονη μεταγωγή με κατανομή του χρόνου |
multiplexing | |
gen. | λειτουργία πολυπλεξίας |
commun. IT | πολύπλεξη' πολυπλεξία |
comp., MS | πολυπλεξία |
asynchronous time-division : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |