asynchronous time division | |
IT | ασύγχρονη διαίρεση χρόνου; ασύγχρονη μεταγωγή με κατανομή του χρόνου |
multiplex | |
gen. | πολλαπλών διαύλων |
comp., MS | πολυπλεξία |
el. | πολυπλεκτικός |
hobby | συγκρότημα κινηματογράφου με πολλές αίθουσες |
asynchronous time-division : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |