asynchronous modem abbr. | |
commun. IT | modem ασύγχρονης λειτουργίας; modem ασύγχρονης μετάδοσης; διαμορφωτής/αποδιαμορφωτής ασύγχρονης λειτουργίας |
controller abbr. | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
Diagnostics abbr. | |
comp., MS | Διαγνωστικός έλεγχος |
diagnostic abbr. | |
gen. | διαγνωστική; διαγνωστικό |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
med. | διαγνωστικός |
diagnostics abbr. | |
IT gen. | διαγνωστικά |
| |||
modem ασύγχρονης λειτουργίας; modem ασύγχρονης μετάδοσης; διαμορφωτής/αποδιαμορφωτής ασύγχρονης λειτουργίας | |||
ασύγχρονος διαποδιαμορφωτής |
asynchronous modem : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |