asymmetric element | |
earth.sc. el. | ασύμμετρο στοιχείο |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
ασύμμετρο στοιχείο |
asymmetric element : 5 phrases in 1 subject |
Earth sciences | 5 |